παγόπληκτος

παγόπληκτος
-η, -ο
(για φυτά) αυτός που υπέστη βλάβη από τον πάγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + πλήττω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εντύφω — ἐντύφω (Α) 1. πνίγω με καπνό, καπνίζω κάτι 2. παθ. καίγομαι χωρίς να φαίνεται φλόγα, κρυφοκαίω 3. (παθ. μτχ. παρακμ.) ἐντεθυμμένος παγόπληκτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”